υλάκτωρ

υλάκτωρ
-ορος, ὁ, Α
1. αυτός που γαβγίζει
2. όνομα κυνηγετικού σκύλου τού Ακταίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού ρ. ὑλάω, -* «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -κ- και κατάλ. -τωρ* (πρβλ. ὑλακή, ὑλάσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”